- προβιγκιανός
- -ή, -ό, Νβλ. προβηγκιανός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προβηγκιανός — ή προβιγκιανός, ἡ, ὁ, Ν [Προβηγκία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Προβηγκία 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) Προβηγκιανός και Προβηγκιανή ο κάτοικος τής Προβηγκίας ἡ αυτός που προέρχεται από αυτήν 3. φρ. «προβηγκιανή γλώσσα» γλωσσ. η… … Dictionary of Greek